15 Φεβρουαρίου 2016

Το Δέρας

Με βρήκε σκυμμένο να παρατηρώ τον κόσμο επάνω από τη μαγική διαφάνεια
που παραθλάζει τα αντικείμενα και κάνει τα μεγάλα να φαίνονται μικρά,
τα σημαντικά ασήμαντα, τα αόρατα ορατά.  
«Τι έχεις» με ρώτησε.
Έμεινα για λίγο σιωπηλός και έπειτα απάντησα με βεβαιότητα:

«Έχω στη βιβλιοθήκη μου τις επικίνδυνες σχέσεις του Λακλό, που μου εμπιστεύτηκε
εκείνο το κορίτσι που ήρθε στο δωμάτιο μου 
στην καρδιά του καλοκαιριού,
τότε που έλειπα, και ξαπλώσαμε μαζί…

Έχω ένα ολόκληρο θεατρικό τελειωμένο στο κεφάλι μου,όπου το κομβικό σημείο 
έχει να κάνει με μια μαύρη γάτα που περνάει απαρατήρητη δυο διαδοχικές φορές 
έξω από το παράθυρο, την ώρα που οι ήρωες συζητούν στο σαλόνι.
Έχω έναν μυστικό καταρράκτη, σκαρφαλωμένο στα βουνά της Πιερίας,
ό
που σταμάτησα ένα απόγευμα να πιω νερό και το άλογο μου δεν με περίμενε.
Έχω ένα κλειδί που ανοίγει ένα παλιό ξενοδοχείο που πλέον δεν υπάρχει. Το κατοικούσαν
παράξενα ζώα που μιλούσαν και ζεύγη αριστοκρατών, 
φερμένα από εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Ένα χάραμα τυλίχτηκε στις φλόγες 
και τα μόνα που έμειναν αλώβητα ήταν τα κρεβάτια με τους ουρανούς τους. 
Η ομίχλη που απλώθηκε έπειτα, το έσβησε μια για πάντα από τις μνήμες των περιοίκων.
Έχω μια σειρά από θιβετανικές νεκροκεφαλές, κρυμμένες σε ένα μπάνιο με κερασιές, σε ένα νησί του νότου.
Κοιμούνται και ονειρεύονται τη θνητότητα τους.

Έχω μια κυρά του ήλιου και μια της σελήνης που κάθε τόσο με διεκδικούν για λογαριασμό τους.
Η μια με καίει με τις φωτεινές άκρες της, 
η άλλη με πνίγει σε κάθε βραδινή παλίρροια.
Έχω ένα χαλί διακοσμημένο με περίτεχνα μοτίβα, που όποτε κάθομαι επάνω του δεν πετάει. Δεν πετάει!
Έχω ένα περιβόλι, κοντά σε μια ακτή, που ο επιστάτης έχασε τη γυναίκα του
και από τότε έχει βυθιστεί στη λήθη. Κάθε χειμώνα περιφέρεται ανάμεσα στις λεμονιές,
μαζεύει τα λεμόνια τους να μην παγώσουν απ’ το κρύο και δεν έχει που να τα δώσει.
Έχω ένα σακούλι με λίρες χρυσές που τις αντάλλαξα για ένα ξύλινο κουτάλι. Έκτοτε σκάβω το λάκκο μου μ’ αυτό.
Έχω έναν φάρο καταμεσής σε ένα λιβάδι που περιμένει τη θάλασσα του, για να σμίξουν πάλι.   
Έχω έναν καθρέφτη εντοιχισμένο, που δείχνει τα πράγματα όπως θα μπορούσαν
και όχι όπως είναι. Τις προάλλες με έδειξε γυμνό να ακροβατώ στην άκρη ενός κύματος.
Τέρατα κολυμπούσαν από κάτω, μα δεν με είχαν.
Έχω μια ιστορία (σαν αυτή) που μέσα τις κρύβεται μια άλλη ιστορία. Ξεπροβάλει δειλά ανάμεσα από
τις γραμμές και περιμένει να την διηγηθούν 
αγέννητοι αναγνώστες.
Έχω δυο άστρα κλεισμένα σε ένα γυάλινο δοχείο, που συνθλίβονται το ένα μέσα στο άλλο. Αέναα.

Έχω τόσα κι άλλα τόσα, μα κάτι άλλο επιθυμώ και ψάχνω.

Όταν το βρω, θα είναι το μόνο που θα έχω. Πριν μας κλέψει ο ορισμός
και γίνουμε πετράδια»


Χρήστος Ελμάζης